παστερίωση


παστερίωση
Προφορά

Ετυμολογία
παστερίωση παστεριώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παστερίωση

✦ μέθοδος αποστειρώσεως του γάλακτος και άλλων υγρών, κατά την οποία καταστρέφονται με θέρμανση τα παθογόνα βακτηρίδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.