πασκίζω


πασκίζω
Προφορά

Ετυμολογία
πασκίζω μεσαιωνική ελληνική πασχίζω, από το επάσχησα, νεότ. αόρ. του πάσχω

Ερμηνεία
πασκίζω

✦ κ. πασκίζω ρ. (πάσχισα κ. πάσκισα) καταβάλλω προσπάθεια, μοχθώ, κάνω ό,τι μπορώ: άδικα πασχίζεις να τον φρονιμέψεις – σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν, θα πασχίσω να είμαι στη χώρα ωφέλιμος (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.