πάσο
Προφορά
Ετυμολογία
πάσο └ιταλ┘passo (=βήμα, πέρασμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πάσο
✦ βήμα: φρ. πάει με το πάσο, χωρίς καμιά βιασύνη, με όλη του την ησυχία
✦ παραίτηση από συμμετοχή σε συζήτηση ή φάση χαρτοπαιγνίου: φρ. πάω πάσο, παραιτούμαι, δεν ανακατεύομαι
✦ δικαίωμα δωρεάν ή με μειωμένο αντίτιμο μετακίνησης ή εισόδου σ’ ένα χώρο
✦ (συνεκδ.) δελτίο που πιστοποιεί το δικαίωμα αυτό: φοιτητικό – στρατιωτικό πάσο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–