παρκαδόρος


παρκαδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
παρκαδόρος παρκάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παρκαδόρος

✦ αυτός που έχει ως έργο σε οργανωμένο πάρκιν να παρκάρει και να ξεπαρκάρει τα αυτοκίνητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.