παριστάνω


παριστάνω
Προφορά

Ετυμολογία
παριστάνω μεταγενέστερη ελληνική παριστάνω

Ερμηνεία
παριστάνω

✦ κ. παρασταίνω ρ. (παρέστησα κ. παράστ-ησα, -άθηκα· Κ παριστώ) περιγράφω, εικονίζω
✦ υποδύομαι ρόλο ή ανεβάζω στη σκηνή θεατρικό έργο
✦ επιδιώκω να φαίνομαι χωρίς να είμαι: παριστάνει τον σπουδαίο – τον ανήξερο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.