παρακέλευση
Προφορά
Ετυμολογία
παρακέλευση αρχαία ελληνική παρακέλευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παρακέλευση
✦ προτροπή, παραίνεση: εκείνη ενδίδουσα εις τας πολλάς αυτού παρακελεύσεις μόλις ήγγισεν ολίγον τι (Αλ. Παπαδιαμάντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–