παραβιάζω


παραβιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
παραβιάζω μεταγενέστερη ελληνική παραβιάζω

Ερμηνεία
ρήμα παραβιάζω

✦ ανοίγω κάτι με τη βία
✦ παραβαίνω, αθετώ (συνθήκη, συμφωνία, νόμο, έθιμο κτλ.): έδωσα όρκο· δεν θα τον παραβιάσω (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.