παραγεμίζω
Προφορά
Ετυμολογία
παραγεμίζω παρά + γεμίζω
Ερμηνεία
παραγεμίζω
✦ κ. παραγιομίζω ρ. (παραγέμ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) γεμίζω ως απάνω, υπερπληρώνω ή υπερπληρώνομαι
✦ (μαγειρ.) βάζω τη γέμιση
✦ (μτφ. ) φορτώνω (λόγο, ομιλία, κείμενο κτλ.) με περιττά στοιχεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–