παράμετρος


παράμετρος
Προφορά

Ετυμολογία
παράμετρος παρά + μέτρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παράμετρος

✦ ποσότητα που χρησιμοποιείται για μέτρηση άλλων ποσοτήτων
✦ (μαθημ.) το μεταβλητό δεδομένο προβλήματος
✦ μετρητό μέγεθος που επιτρέπει την παρουσίαση, με τον απλούστερο τρόπο, των κύριων χαρακτηριστικών στατιστικού συνόλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.