παραμυθώ
Προφορά
Ετυμολογία
παραμυθώ αρχαία ελληνική παραμυθέομαι
Ερμηνεία
παραμυθώ
✦ -είσαι, -είται κ. παραμυθώ, -είς, -εί ρ. παρηγορώ: έβγαλα από τον πόνο… τούτο εδώ το χρονικό που, αν και λυπητερό, παραμύθησε την ψυχή μου στην ξενιτιά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–