παλιομοδίτικος
Προφορά
Ετυμολογία
παλιομοδίτικος παλιός + μόδα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παλιομοδίτικος -η, -ο
✦ που δεν ακολουθεί τη σύγχρονη μόδα αλλά είναι σύμφωνος με παλιότερη: παλιομοδίτικα ρούχα
✦ όχι σύγχρονος, που είναι σύμφωνος με παλιότερα πρότυπα: παλιομοδίτικες αντιλήψεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–