παλιοπαρέα
Προφορά
Ετυμολογία
παλιοπαρέα παλιός + παρέα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παλιοπαρέα
✦ παρέα από ανυπόληπτα άτομα: έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι άντε να τον μαζέψεις
✦ παρέα των νεανικών χρόνων: τι να γίνεται η παλιοπαρέα μας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–