παθογένεια


παθογένεια
Προφορά

Ετυμολογία
παθογένεια παθογόνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παθογένεια

(ιατρ.) κλάδος της γενικής παθολογίας που μελετά τους παθογόνους παράγοντες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.