πάθος
Προφορά
Ετυμολογία
πάθος αρχαία ελληνική πάθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πάθος
✦ καθετί που παθαίνει κανείς
✦ (ειδ.) σωματική πάθηση, αρρώστια
✦ βάσανο, περιπέτεια, μαρτύριο (εύχρ. ιδ. στον πληθ. τα πάθη): έτρεμες μη σου πούνε τα πάθη τους (Διδώ Σωτηρίου)
✦ έντονη ψυχική κατάσταση
✦ ακατανίκητη επιθυμία, λαχτάρα για κάτι
✦ θερμή συναισθηματική εκδήλωση
✦ (γραμμ.) μεταβολή φθόγγου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–