παθητικός
Προφορά
Ετυμολογία
παθητικός αρχαία ελληνική παθητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παθητικός -ή, -ό
✦ αυτός που πάσχει, που δέχεται την επίδραση κάποιου άλλου
✦ (γραμμ.) παθητικά ρήματα ή ρήματα παθητικής φωνής ή διαθέσεως, αυτά με τα οποία δηλώνεται ότι το υποκείμενο πάσχει υπό την επίδραση άλλου (του λεγόμενου «ποιητικού αιτίου»)
✦ ο δεχόμενος επιρροές χωρίς να μπορεί ή να θέλει να αντιδράσει
✦ ο γεμάτος πάθος, συναίσθημα, που προκαλεί συγκίνηση: παθητικό τραγούδι
✦ (εμπορ.) που αφήνει έλλειμμα, που προκαλεί ζημία
✦ το ουδ. παθητικό(ν) ως ουσ., το σύνολο των οικονομικών υποχρεώσεων επιχειρήσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ενεργητικός
Επιρρήματα
παθητικά (Κ παθητικώς)