παζλ
Προφορά
Ετυμολογία
παζλ └αγγλ┘puzzle (= γρίφος, μυστήριο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το παζλ
✦ παιχνίδι κατά το οποίο τα κομμάτια μιας εικόνας, σχεδίου κτλ. τοποθετούμενα σωστά σχηματίζουν εκ νέου την εικόνα, σχέδιο κτλ.
✦ (μτφ. ) σύνολο στοιχείων τα οποία λογικά συσχετιζόμενα αποκαλύπτουν την αλήθεια γεγονότων: οι καταθέσεις των παθόντων αποκάλυψαν τα κομμάτια του παζλ που έλειπαν για να αποκαλυφθεί η δράση των κυκλωμάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–