παίρνω


παίρνω
Προφορά

Ετυμολογία
παίρνω μεσαιωνική ελληνική παίρνω

Ερμηνεία
ρήμα παίρνω

✦ πιάνω κάτι με τα χέρια, αδράχνω
✦ σηκώνω και μεταφέρω
✦ αποσπώ κάτι από τη θέση του, αρπάζω και ρίχνω μακριά
✦ κλέβω
✦ παρασύρω
✦ κυριεύω, εκπορθώ
✦ δέχομαι, παραλαμβάνω
✦ χωρώ, μπορώ να περιλάβω: το δωμάτιο δεν τα παίρνει τόσα έπιπλα
✦ προσλαμβάνω, αποκτώ κάτι
✦ (για αρρώστια) μολύνομαι, προσβάλλομαι: πήρε μια πλευρίτιδα
✦ πληρώνομαι, αμείβομαι, μισθοδοτούμαι: παίρνει αρκετά λεφτουδάκια
✦ αγοράζω ή νοικιάζω: πήραμε καινούριο σπίτι
✦ παντρεύομαι, νυμφεύομαι: πάρ’ το το κορίτσι να ησυχάσεις
✦ κατανικώ, κερδίζω: κανείς δεν τον παίρνει στο τρέξιμο
✦ χρησιμοποιώ ως μεταφορικό μέσο, επιβιβάζομαι: πήρα το τρένο – το πλοίο
✦ μαθαίνω εύκολα: δεν τα παίρνει τα γράμματα
✦ παίρνει να, αρχίζει: πήρε να βραδιάζει
✦ σε ποικίλες φρ. όπως: παίρνω από λόγια, καταλαβαίνω, συμμορφώνομαι με τις υποδείξεις – παίρνω είδηση – χαμπάρι – μυρωδιά – κάβο, αντιλαμβάνομαι γρήγορα και έγκαιρα – τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον ξεχώρισα ανάμεσα σε πολλούς – πήρε το αφτί μου, άκουσα – τον πήρε το ποτάμι, (μτφ. ) καταστράφηκε – παίρνω απάνω μου, αναρρώνω, συνέρχομαι – το πήρε απάνω του, αλαζονεύεται – παίρνω το μέρος του, τον υπερασπίζομαι – παίρνω λόγια, μαθαίνω μυστικό – παίρνω φωτιά, (μτφ. για πρόσ.) εξάπτομαι – παίρνω από κοντά, ακολουθώ κατά πόδας – παίρνω πόδι, φεύγω προτροπάδην – παίρνω αέρα, γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι – πήραν τα μυαλά του αέρα, κυριεύτηκε από μεγαλομανία – πάρε δώσε, δοσοληψίες – παίρνει και δίνει, έχει μεγάλη δύναμη – παίρνω στο μεζέ, κοροϊδεύω – παίρνω στο λαιμό μου, γίνομαι αίτιος ζημιάς ή καταστροφής άλλου – με παίρνει ο ύπνος, αποκοιμιέμαι – με παίρνει το παράπονο, παραπονιέμαι
✦ η μτχ. παρμένος, ημίπληκτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.