πέρας
Προφορά
Ετυμολογία
πέρας αρχαία ελληνική πέρας
Ερμηνεία
πέρας
✦ τέρμα, τέλος
✦ αποπεράτωση, τελειωμός: μετά το πέρας των εργασιών
✦ πληθ. πέρατα, τα έσχατα όρια (της γης, του κόσμου κτλ.), για να δηλωθεί μεγάλη απόσταση: νέους που μαζεύουνταν από τα πέρατα της οικουμένης για να μελετήσουν τον ελληνισμό που ξαναφουντώνει (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–