πάσσαλος
Προφορά
Ετυμολογία
πάσσαλος αρχαία ελληνική πάσσαλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πάσσαλος
✦ χοντρό ραβδί από ξύλο ή μέταλλο με μυτερό το ένα άκρο, παλούκι
✦ (παροιμ. φρ.) πάσσαλος πασσάλ{ù εκκρούεται, το κακό ξεριζώνεται, αντιμετωπίζεται με το κακό, οι κακοί αλληλοεξουδετερώνονται: και επειδή πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται και άνθρωποι ελεύθεροι από πάθη σχεδόν δεν υπάρχουν, προτιμήθηκεν η λύση της θεραπείας των παθών των πολλών, με την καλλιέργεια των παθών των λίγων (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–