ορθολογισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ορθολογισμός ορθός + λόγος + κατάλ. -ισμός• απόδ. στην └ελλ┘ του └γερμ┘ Rationalismus
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ορθολογισμός
✦ σκέψη, κρίση σύμφωνη με τον ορθό λόγο
✦ φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η γνώση αποκτάται όχι τόσο με την εμπειρία όσο με τη νόηση
✦ (θρησκ.) θεωρία που δέχεται ότι ιερές παραδόσεις και τα αναφερόμενα στην Αποκάλυψη μπορούν να ερμηνευθούν με τη λογική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–