ορθόδοξος


ορθόδοξος
Προφορά

Ετυμολογία
ορθόδοξος αρχαία ελληνική ὀρθόδοξος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ορθόδοξος -η, -ο

✦ αυτός που έχει σωστή γνώμη, σωστή πίστη
✦ που ακολουθεί τα καθιερωμένα ή την πρωταρχική μορφή (θεωρούμενη ως ορθή) μιας θεωρίας, ενός δόγματος
✦ αρσ. κ. θηλ. ορθόδοξος, -η, ως ουσ., πιστός της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας

Συνώνυμα

Αντίθετα
αιρετικός
Επιρρήματα
ορθόδοξα (Κ ορθοδόξως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.