οπισθοδρομικός
Προφορά
Ετυμολογία
οπισθοδρομικός οπισθοδρομώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ οπισθοδρομικός -ή, -ό
✦ ο κινούμενος προς τα πίσω, υποχωρητικός
✦ (μτφ. ) ο πιστός σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις, καθυστερημένος
Συνώνυμα
συντηρητικός
Αντίθετα
προοδευτικός
Επιρρήματα
οπισθοδρομικά (Κ οπισθοδρομικώς)