οπαδός
Προφορά
Ετυμολογία
οπαδός αρχαία ελληνική ὀπαδός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η οπαδός
✦ ακόλουθος, σύντροφος
✦ (μτφ. ) ο αποδεχόμενος ορισμένες ιδέες, θιασώτης, υπέρμαχος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αντίμαχος, αντίθετος
Επιρρήματα
–