οπισθέλκουσα
Προφορά
Ετυμολογία
οπισθέλκουσα όπισθεν + έλκω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οπισθέλκουσα
✦ δύναμη αντιτιθέμενη στην κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό: η οπισθέλκουσα είναι ανεπιθύμητη και οι αεροναυπηγοί προσπαθούν να την περιορίσουν με το αεροδυναμικό σχήμα των ιπτάμενων συσκευών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–