οπαίο
Προφορά
Ετυμολογία
οπαίο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ὀπαῖος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το οπαίο
✦ οπή στη στέγη των σπιτιών των αρχαίων απ’ όπου έβγαινε ο καπνός της εστίας και φωτιζόταν το εσωτερικό
✦ (νεότ.) οπή στο κλείστρο πυροβόλου όπλου, από την οποία μεταδίδεται η φωτιά στη γόμωση
✦ (ναυτ.) τετράπλευρο άνοιγμα στο θωράκιο πλοίου, τρύπα του τσιμπουκιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–