οξύς
Προφορά
Ετυμολογία
οξύς αρχαία ελληνική ὀξύς
Ερμηνεία
οξύς
✦ -εία, -ύ επίθ. αιχμηρός, σουβλερός, μυτερός
✦ κοφτερός
✦ (μτφ. ) λεπτός, διαπεραστικός
✦ (για αισθήσεις) λεπτός
✦ (μτφ. ) οξυδερκής, που έχει γρήγορη αντίληψη
✦ ισχυρός, έντονος
✦ (για αρρώστιες) γοργά εξελισσόμενος
✦ (για ποτά) ξινός, στυφός
✦ (για ήχο) υψηλός, διαπεραστικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αμβλύς ,χρόνιος ,βαρύς
Επιρρήματα
οξέως