οξυρεγμία


οξυρεγμία
Προφορά

Ετυμολογία
οξυρεγμία αρχαία ελληνική ὀξυρεγμία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οξυρεγμία

(ιατρ.) ξινίλα από το στομάχι οφειλόμενη σε ελλιπή πέψη, ρέψιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.