οξυντικός


οξυντικός
Προφορά

Ετυμολογία
οξυντικός οξύνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ οξυντικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να οξύνει
✦ που μετατρέπει κάτι σε οξύ
✦ που εκκρίνει οξύ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
οξυντικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.