οξείδιο
Προφορά
Ετυμολογία
οξείδιο αρχαία ελληνική ὀξείδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ὄξος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το οξείδιο
✦ χημική ένωση που προέρχεται από την ένωση του οξυγόνου με άλλο στοιχείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–