οξειδωτής
Προφορά
Ετυμολογία
οξειδωτής οξειδόω-ώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οξειδωτής
✦ κάθε σώμα που προκαλεί οξείδωση και ανάφλεξη του καύσιμου υλικού: στους κινητήρες των αεροπλάνων οξειδωτής είναι το οξυγόνο του αέρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–