ολιγοπότις


ολιγοπότις
Προφορά

Ετυμολογία
ολιγοπότις μεταγενέστερη ελληνική ὀλιγοπότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ολιγοπότις

✦ θηλ. ολιγοπότις, -ιδος ο εγκρατής στα ποτά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.