ολιγοψώνιο
Προφορά
Ετυμολογία
ολιγοψώνιο ὀλίγος + μεταγενέστερη ελληνική ὀψώνιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ολιγοψώνιο
✦ (οικον.) μορφή αγοράς κατά την οποία υπάρχουν πολλοί που προσφέρουν αγαθό ή υπηρεσία ενώ αυτοί που το ζητούν είναι λίγοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–