οδόντωμα
Προφορά
Ετυμολογία
οδόντωμα οδούς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το οδόντωμα
✦ το εξέχον μέρος ανάμεσα σε δύο εντομές οδοντωτού τροχού
✦ προεξοχή σε ξύλινα, μεταλλικά κτλ. κομμάτια για τη συνένωσή τους με άλλα όμοια
✦ (οδοντιατρ.) μικρός όγκος στη θέση του δοντιού κατά την αρχική του έκφυση ή παθολογικός όγκος στα ούλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–