οδοστρωτήρας
Προφορά
Ετυμολογία
οδοστρωτήρας οδός + στρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οδοστρωτήρας
✦ όχημα με ογκώδεις κυλίνδρους στη θέση των τροχών, χρησιμοποιούμενο στην οδοποιία
✦ (μτφ. ) αυτός που κρίνει ή αντιμετωπίζει τα πάντα ισοπεδωτικά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις διαφορές ή διαβαθμίσεις τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–