νούντσιος
Προφορά
Ετυμολογία
νούντσιος └ιταλ┘nunzio
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο νούντσιος
✦ διπλωματικός αντιπρόσωπος του Πάπα, που είναι διαπιστευμένος στην κυβέρνηση ενός κράτους το οποίο διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με το Βατικανό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–