νότος


νότος
Προφορά

Ετυμολογία
νότος αρχαία ελληνική νότος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νότος

✦ ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
✦ ο άνεμος που πνέει από το σημείο αυτό, νοτιάς, όστρια

Συνώνυμα

Αντίθετα
βορράς
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.