νησιωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
νησιωτικός αρχαία ελληνική νησιωτικός
Ερμηνεία
νησιωτικός
✦ -ή, -ό κ. νησιώτικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) που ανήκει ή αναφέρεται σε νησί ή σε νησιώτες
✦ που προέρχεται από νησί
✦ που αποτελείται από νησιά: νησιωτικό σύμπλεγμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–