μύηση
Προφορά
Ετυμολογία
μύηση μεταγενέστερη ελληνική μύησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μύηση
✦ η εμπιστευτική ενημέρωση κάποιου, η προσχώρηση και η συμμετοχή του σε μυστική υπόθεση ή κίνηση θρησκευτικού, ιδεολογικού, πολιτικού κτλ. χαρακτήρα: μύηση στον βουδισμό – μύηση στη Φιλική Εταιρεία
✦ η τελετή με την οποία κάποιος εντάσσεται σε μυστική εταιρεία ή θρησκευτική αδελφότητα
✦ εκμάθηση των μυστικών τέχνης ή επιστήμης: μύηση στην αγιογραφία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–