μόδα
Προφορά
Ετυμολογία
μόδα └ιταλ┘moda
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μόδα
✦ κοινωνικές συνήθειες, εκδηλώσεις και προτιμήσεις που επικρατούν για ορισμένη χρονική περίοδο και αφορούν την αμφίεση (ενδύματα, κοσμήματα κτλ.), κόμμωση, κοσμήματα κτλ.: τα φαρδιά πανταλόνια είναι φέτος της μόδας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–