μογγολισμός


μογγολισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μογγολισμός └ουσ┘ Μογγόλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μογγολισμός

✦ ηλιθιότητα που συνοδεύεται από μογγολικό προσωπείο (χαρακτηριστικό της μογγολικής φυλής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.