μυελός
Προφορά
Ετυμολογία
μυελός αρχαία ελληνική μυελός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μυελός
✦ η λιπώδης ουσία στο κοίλο των οστών
✦ φρ. μέχρι μυελού οστέων, σε μεγάλο βαθμό, τελείως, εντελώς
✦ νωτιαίος μυελός, το τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό σωλήνα
✦ προμήκης μυελός, μυελός που αποτελεί τον έσχατο εγκέφαλο και είναι συνέχεια προς τα άνω του νωτιαίου μυελού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–