μύγα


μύγα
Προφορά

Ετυμολογία
μύγα μεσαιωνική ελληνική μύγα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μύγα

✦ δίπτερο έντομο, μυία η κοινή
✦ φρ. βγάζει από τη μύγα ξίγκι, είναι τσιγκούνης – χάφτει μύγες, είναι αργόσχολος ή μωρόπιστος – σαν τη μύγα μες στο γάλα, δημιουργεί δυσαρμονία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.