μυελογραφία
Προφορά
Ετυμολογία
μυελογραφία └αγγλ┘myelography – └γαλλ┘ myélographie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μυελογραφία
✦ (ιατρ.) ακτινολογική εξέταση του νωτιαίου σωλήνα μετά από έγχυση αδιαφανούς στις ακτίνες Χ υγρού ή αερίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–