μυγιάζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
μυγιάζομαι └ουσ┘ μύγα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μυγιάζομαι
✦ με πιάνει μύγα, οιστρηλατούμαι
✦ (μτφ. ) θεωρώ ως υπαινιγμούς εναντίον μου ακόμη και λόγια που δεν με αφορούν, παρεξηγώ εύκολα, με το παραμικρό: φρ. όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–