μπεν μαρί
Προφορά
Ετυμολογία
μπεν μαρί └γαλλ┘ bain-marie
Ερμηνεία
μπεν μαρί
✦ άκλ. τρόπος θερμάνσεως ή μαγειρέματος κατά τον οποίο μέσα σε δοχείο με ζεστό νερό, που είναι κατευθείαν πάνω στη φωτιά, τοποθετείται άλλο δοχείο για να ζεσταθεί ή βράσει το περιεχόμενό του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–