μπεμπούλα


μπεμπούλα
Προφορά

Ετυμολογία
μπεμπούλα └αγγλ┘baby

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπεμπούλα

✦ θηλ. μπέμπα κ. μπεμπέκα κ. μπεμπούλα μικρό παιδί
✦ άπειρος ή μαμόθρεφτος νέος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.