μολύβι
Προφορά
Ετυμολογία
μολύβι μεταγενέστερη ελληνική μολίβιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού μόλιβος – μόλυβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μολύβι
✦ ο μόλυβδος
✦ σφαίρα τουφεκιού, βόλι
✦ (μτφ. ) για καθετί βαρύ
✦ όργανο γραφής με γραφίτη
✦ (συνεκδ.) για κάθε όργανο γραφής: πάρε μολύβι και χαρτί
✦ καλλυντικό σε σχήμα μολυβιού για το βάψιμο των ματιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–