μοναστήρι
Προφορά
Ετυμολογία
μοναστήρι μεταγενέστερη ελληνική μοναστήριον, └ουδ┘ του επιθέτου μοναστήριος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μοναστήρι
✦ τόπος όπου μονάζει κανείς
✦ το σύνολο των οικημάτων όπου μένουν οι μοναχοί, μονή: τα βουνά των Μετεώρων, λέει, με τα μοναστήρια τους κρεμασμένα στο κενό (Πετσάλης-Διομήδης)
✦ (συνεκδ.) μεγάλη εκκλησία, ναός: σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι (δημ. τραγ.)
✦ (μτφ. ) φιλόξενος χώρος, σπίτι: το σπίτι του είναι μοναστήρι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–