μοιραίος
Προφορά
Ετυμολογία
μοιραίος αρχαία ελληνική μοιραῖος
Ερμηνεία
μοιραίος
✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) ο καθορισμένος από τη μοίρα, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος: ήταν μοιραίο να συμβεί κι αυτό
✦ ολέθριος, καταστροφικός: μοιραίο σφάλμα· κ. για πρόσ.: μοιραίος άνθρωπος – μοιραία γυναίκα
✦ άνθρωπος που δεν αντιδρά, που έχει αφεθεί στη μοίρα του: δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα (Κ. Βάρναλης)
✦ το ουδ. μοιραίον(ν) ως ουσ., το αναπόφευκτο κακό, ο θάνατος: φρ. επήλθε το μοιραίο(ν)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μοιραία κ.μοιραίως, όπως ορίζει η μοίρα, αναπότρεπτα:το κορίτσι θα φύγει, μοιραία, θα πάει να κάνει τη δική του ζωή (Γ. Θεοτοκάς) – ένα έργο που μοιραία και αναπόφευκτα και υποχρεωτικά θα πρέπει να το χειροκροτήσουν και οι εχθροί του (Γ. Σεφέρης)