μητριά
Προφορά
Ετυμολογία
μητριά αρχαία ελληνική μητρυιά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μητριά
✦ η σύζυγος του πατέρα σε σχέση με τα παιδιά του από προηγούμενο γάμο: ορφάνεψε και γεύτηκε την έχθρητα της μητριάς (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (μτφ. ) μητέρα άστοργη
✦ (μτφ. ως επίθ.) δυσμενής, σκληρός: των μοιραίων φυγάδων, που τους κυνηγάει μια τύχη μητριά (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–